ανοικονόμητος

ανοικονόμητος
-η, -ο (Α ἀνοικονόμητος, -ον)
αβόλευτος, ατακτοποίητος
νεοελλ.
ειρων.
1. αυτός που δεν χωρά πουθενά εξαιτίας του μεγέθους του
2. ενοχλητικός, άπληστος
αρχ.
αυτός που δεν διαχειρίζεται καλά κάτι, δεν διευθύνει σωστά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀνοικονόμητος — not set in order masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανοικονόμητος — η, ο αβόλευτος, ακατάστατος, δύσκολος: Είναι άνθρωπος ανοικονόμητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνοικονομήτως — ἀνοικονόμητος not set in order adverbial ἀνοικονόμητος not set in order masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοικονόμητον — ἀνοικονόμητος not set in order masc/fem acc sg ἀνοικονόμητος not set in order neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοικονομήτους — ἀνοικονόμητος not set in order masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοικονόμητα — ἀνοικονόμητος not set in order neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασυμμάζευτος — ασυμμάζευτος, η, ο και ασυμμάζωχτος, η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμμαζεύεται, ανοικονόμητος, ρέμπελος: Έχει μια κόρη ασυμμάζωχτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”